- στενάχω
- Α(ποιητ. τ.)1. στεναχίζω*2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.)3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.)4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ5. (το μέσ.) στενάχομαι(για ίππο) φρυάττω, φρουμάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγος εκφραστικός τ. από το ρ. στένω*, πιθ. κατά το ἰάχω].
Dictionary of Greek. 2013.